- περιθαρσής
- -ές, ΜΑαυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευ-θαρσής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιθαρσέα — περιθαρσής very confident neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περιθαρσής very confident masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθαρσέες — περιθαρσής very confident masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθαρσήεις — εσσα, εν, Α ο περιθαρσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιθαρσής + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
περιθάρσυνος — ον, ΜΑ ο περιθαρσής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θάρσυνος (< θαρσύνω)] … Dictionary of Greek